Θόρναξ

Θόρναξ
Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. 1. Λόφος της Αργολίδας, στη χερσόνησο της Ερμιόνης. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κάτοικοι της περιοχής τον ονόμαζαν Κοκκύγιο, γιατί πίστευαν ότι εκεί o Δίας μεταμορφώθηκε σε κόκκυγα (κούκο). Στην κορυφή του λόφου υπήρχε ιερό του Δία και απέναντι, στον λόφο του Πρωνός, ιερό της Ήρας Τελείας. Ο Θ. ταυτίζεται σήμερα με τον λόφο του Προφήτη Ηλία, που βρίσκεται στα ΒΔ της Ερμιόνης. 2. Λόφος και οικισμός της Λακωνίας, στα Β της Σπάρτης. Στην κορυφή του λόφου υπήρχε ιερό καθώς και ένα λατρευτικό άγαλμα του θεού Απόλλωνα, που έμοιαζε πολύ με το άγαλμα του ίδιου θεού που λατρευόταν στις Αμυκλές. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Κροίσος της Λυδίας προσέφερε στους Λακεδαιμόνιους χρυσάφι για την κατασκευή του αγάλματος, αλλά εκείνοι προτίμησαν να το χρησιμοποιήσουν για την κατασκευή του αγάλματος των Αμυκλών, επειδή το ιερό αυτό ήταν αρχαιότερο, περισσότερο σεβαστό και ασφαλέστερο. Η ακριβής θέση του Θ. δεν έχει εξακριβωθεί, πιστεύεται όμως, σύμφωνα και με μαρτυρίες του Παυσανία, ότι βρισκόταν στην περιοχή της Σελλασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θόρναξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θόρνακα — Θόρναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θόρνακι — Θόρναξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θόρνακος — Θόρναξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THORNAX — mons Laconiae. Stephan. Hesych. Θόρναξ, ιερὸν Α᾿πόλλωνος ἐν τῇ Λακωνικῇ, ἀπὸ Θόρνακος, Θόρναξ γὰρ Α᾿πόλλων. Meminit eius quoque Herodot. Musâ 1 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • АРГОС —     I.    • Argos,           Άργος, τό, значит равнина, и именно приморская равнина; в особенности это имя (так же, как Ларисса) было названием пеласгических городов.        1. Πελασγικον Άργος у Гомера (Il. 2, 681) обозначает фессалийскую… …   Реальный словарь классических древностей

  • ТОРНАКС —    • Thornax,          Θόρναξ,        1. гора в Арголиде, в области гермионской, называвшаяся впоследствии Κοκκύγιος, потому что, по преданию, там Зевс превратился в кукушку. Paus. 2, 36, 1 ;        2. гора в Лаконии между Спартой и Селасией, с… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛАКОНИКА —    • Laconica,          Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… …   Реальный словарь классических древностей

  • Thornax — THORNAX, ácis, Gr. Θόρναξ, ακος, des Japetus Gemahlinn, mit welcher er den Buphagus zeugete. Pausan. Lacon. c. 27. p. 501 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Thornax [1] — THORNAX, ácis, ein Beynamen des Apollo, der auf dem Berge Thornax, in Lakonien, seinen berühmten Tempel hatte. Hesych. in Θόρναξ, p. 445. & Nicolaus ap. Gyr. Synt. VII. p. 248 …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”